- παπλωματάδικο
- τοκατάστημα όπου πουλούν ή κατασκευάζουν παπλώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπλωματάδικο — το το κατάστημα όπου πωλούνται ή κατασκευάζονται παπλώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπλωματάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. παπουτσ άδικο)] … Dictionary of Greek
εφαπλωματοποιείο — το [εφαπλωματοποιός] εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πωλήσεως παπλωμάτων, κν. παπλωματάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαπλωματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek